- κουρίδιος
- κουρίδιοςweddedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρίδιος — κουρίδιος, ία και ίη, ον (Α) 1. συνδεδεμένος με γάμο, νόμιμος σύζυγος (α. «κουρίδιον ποθέουσα πόσιν», Ομ. Ιλ. β. «γαμέουσι δ ἕκαστος αὐτῶν πολλὰς μὲν κουριδίας γυναῑκας», Ηρόδ.) 2. συζυγικός («νωΐτερον λέχος αὐτῶν κουρίδιον», Ομ. Ιλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
κουριδίων — κουρίδιος wedded fem gen pl κουρίδιος wedded masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίδιον — κουρίδιος wedded masc acc sg κουρίδιος wedded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδιέων — κουρίδιος wedded masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδίαις — κουρίδιος wedded fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδίη — κουρίδιος wedded fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδίην — κουρίδιος wedded fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδίης — κουρίδιος wedded fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδίοιο — κουρίδιος wedded masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριδίοις — κουρίδιος wedded masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)